ἄκαυτα

ἄκαυτα
ἄκαυτος
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άκαυτος — η, ο 1. αυτός που δεν κάηκε: Λίγα ξύλα τούς έμειναν άκαυτα. 2. αυτός που δεν μπορεί να καεί: Οι πυροσβέστες φορούν στολές άκαυτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”